ΜΕΡΙΚΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

1. ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Η ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ;

Συχνά, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν το εργαλείο της υποτίμησης του νομίσματος προκειμένου να τονώσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους. Μια υποτίμηση έχει σαν συνέπεια τη μείωση των τιμών των εξαγωγών (ας θυμηθούμε το παράδειγμα με το ιταλικό αυτοκίνητο) και την αύξηση των τιμών των εισαγωγών. Με μια πρώτη ματιά, λοιπόν, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η υποτίμηση επιδρά θετικά στην ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, στην απασχόληση και στο παραγόμενο προϊόν.
Μια τέτοια πολιτική, όμως, (μεσο) μακροπρόθεσμα μπορεί να είναι αναποτελεσματική. Καταρχήν, η (ονοματική) μείωση των τιμών των εγχώριων προϊόντων δεν οδηγεί άμεσα στην αύξηση των εισαγωγών. Αυτό μπορεί να συμβεί γιατί πολλές εμπορικές συμφωνίες συνάπτονται με την τρέχουσα (κατά τη σύναψη της συμφωνίας) συναλλαγματική ισοτιμία, αλλά και η αύξηση της παραγωγής των εγχώριων επιχειρήσεων μπορεί να μην είναι μια εύκολη διαδικασία.
Αν η οικονομία ξεκινά από ένα σημείο (πριν την υποτίμηση), στο οποίο οι παραγωγικοί της συντελεστές δεν απασχολούνται πλήρως και αποδοτικά (πχ ανεργία), η τόνωση της εξωτερικής ζήτησης για τα εγχώρια προϊόντα, θα αυξήσουν την παραγωγή και την απασχόληση. Όταν η οικονομία, όμως, προσεγγίσει το σημείο της πλήρους απασχόλησης, η προσφορά των εγχώριων προϊόντων θα είναι σταθερή, με αποτέλεσμα την αύξηση του επιπέδου των τιμών και των μισθών. Επίσης, η αύξηση των τιμών των εισαγωγών που προκύπτει από μια υποτίμηση ενδέχεται να αυξήσει και το κόστος παραγωγής, λόγω της αύξησης των τιμών των εισαγόμενων πρώτων υλών.
Από τα παραπάνω, μπορεί κανείς να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η υποτίμηση ενός νομίσματος δεν είναι το πλέον αποτελεσματικό μέτρο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας μακροχρόνια. Οι αυξητικές πιέσεις στις τιμές και στους μισθούς, θα μπορούσαν να περιορισθούν από μια συσταλτική δημοσιονομική πολιτική, επιμηκύνοντας τις θετικές επιδράσεις μιας υποτίμησης.


2. ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΛΗΡΗ ΔΡΑΧΜΗ ΣΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η ελληνική οικονομία ταλανιζόταν από υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, υψηλό πληθωρισμό και "ισχνούς" ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Η Τράπεζα της Ελλάδας το 1995 ακολούθησε την πολιτική της "σκληρής δραχμής", η οποία σήμαινε σύνδεση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής με άλλα νομίσματα χωρών με χαμηλό ρυθμό πληθωρισμού καθιστώντας την αντιπληθωριστική πολιτική των νομισματικών αρχών περισσότερο αξιόπιστη. Το πείραμα πέτυχε, καθώς ο πληθωρισμός μειώθηκε από 11% το 1994, σε 4% το 1997.
Μέρος της πολιτικής της "σκληρής δραχμής" ήταν και τα υψηλά επιτόκια. Από το 1994 οπότε και απελευθερώθηκε η κίνηση κεφαλαίων, εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων σημειώθηκαν μεγάλες εισροές κεφαλαίων. Η αύξηση της ζήτησης για το εθνικό νόμισμα της Ελλάδας, άσκησε αυξητικές πιέσεις στο νόμισμα, γεγονός που υπονόμευε την ανταγωνιστικότητα της χώρας στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Η δραχμή αποτελούσε το νόμισμα μιας χώρας με πολλές "μακροοικονομικές αντιφάσεις": υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία, χαμηλή ανταγωνιστικότητα και μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Πολλοί πίστευαν πλέον ότι το νόμισμα ήταν υπερτιμημένο. Έτσι, η συναλλαγματική πολιτική της χώρας, έπρεπε να επαναπροσδιοριστεί.
Το 1998, λοιπόν, η δραχμή εντάχθηκε στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, αφού πρώτα υποτιμήθηκε κατά 12,3%. Προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι πληθωριστικές πιέσεις (μέρος των οποίων προκλήθηκε από την υποτίμηση αυτή) η Τράπεζα της Ελλάδας άφησε την συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος να αυξηθεί (καθώς είχε το περιθώριο της διακύμανσης του +/-15%).


...επιστροφή.